ΒΛΑΙΣΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΚΤΥΛΟΣ (ΚΟΤΣΙ)
Βλαισός μεγάλος δάκτυλος είναι η παραμόρφωση της μεταταρσοφαλαγγικής άρθρωσης του μεγάλου δακτύλου του ποδιού. Η σύνθετη αυτή παραμόρφωση οδηγεί σε βλαισότητα της άρθρωσης, παρέκκλιση δηλαδή προς τα έξω και σε στροφή του μεγάλου δακτύλου, με συνέπεια τον σχηματισμό εξογκώματος που παραπέμπει σε κάλο και συχνά φλεγμαίνει. Το εξόγκωμα αυτό δεν προέρχεται στην πραγματικότητα από το οστό, όπως μοιάζει, αλλά στο μεγαλύτερο κομμάτι του είναι η κεφαλή του μεταταρσίου που εξαιτίας της απόκλισης του δακτύλου αρχίζει σταδιακά να φανερώνεται.
Ο βλαισός μεγάλος δάκτυλος είναι μια πολύ συχνή πάθηση του άκρου ποδός, που εμποδίζει την κίνηση και την υπόδηση. Μάλιστα, στα προχωρημένα της στάδια το μεγάλο δάχτυλο πλησιάζει το δεύτερο και το τρίτο, προκαλώντας ένα ντόμινο παραμορφώσεων (σφυροδακτυλία, γαμψοδακτυλία), επικαλύψεων (εφίππευση) και συμπτωμάτων, όπως είναι οι κάλοι και σε αυτά τα δάκτυλα.
Βλαισός μεγάλος δάκτυλος: Αίτια και συμπτώματα
Μια από τις αιτίες του βλαισού μεγάλου δακτύλου είναι η κληρονομικότητα. Επιβαρυντικός επίσης παράγοντας θεωρούνται τα στενά και ψηλοτάκουνα υποδήματα –γι’ αυτό και η πάθηση θεωρείται περισσότερο γυναικεία- ενώ η παραμόρφωση αυτή μπορεί να είναι συνέπεια και κάποιων ανατομικών διαταραχών, όπως είναι η βλαισοπλατυποδία, το ασυνήθιστα μεγάλο μήκος του δακτύλου και η αφύσικη κλίση των αρθρικών επιφανειών της μεταταρσιοφαλαγγικής άρθρωσης, αλλά και κάποιων αυτοάνοσων παθήσεων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η οστεοαρθρίτιδα.
Πέρα από την εμφανή παραμόρφωση, τα βασικότερα συμπτώματα που βιώνουν οι ασθενείς με βλαισό μεγάλο δάκτυλο είναι ο πόνος στο περπάτημα, ο ερεθισμός και η ερυθρότητα του δέρματος στην περιοχή και η διόγκωση που πονά στην παραμικρή τριβή. Συχνά μάλιστα ο πόνος από την τριβή με το υπόδημα είναι τόσο έντονος, που οι πάσχοντες αναγκάζονται να ανεβούν ένα νούμερο, ώστε να αποφεύγεται η επαφή του δακτύλου με το δέρμα του υποδήματος.
Θεραπεία
Η αντιμετώπιση του βλαισού μεγάλου δακτύλου μπορεί να είναι συντηρητική, αλλά και χειρουργική, κάτι που εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τη σοβαρότητα του προβλήματος. Η συντηρητική προσέγγιση προβλέπει αλλαγή υποδημάτων, χρήση ορθοπεδικών πελμάτων και αποστατών δακτύλων, χρήση νάρθηκα κατά τις βραδινές ώρες και ειδικές ασκήσεις.
Όταν όμως η συντηρητική αντιμετώπιση δεν αρκεί και τα συμπτώματα παρακωλύουν τη λειτουργικότητα του ατόμου, τότε επιλέγεται η χειρουργική οδός. Οι χειρουργικές επεμβάσεις έχουν ως στόχο να επανέλθει ο άξονας της άρθρωσης, να αφαιρεθεί το εξόγκωμα και να επιτευχθεί ισορροπία στα μαλακά μόρια που περιβάλλουν την άρθρωση. Πλέον μάλιστα στη διάθεση των ορθοπαιδικών χειρουργών βρίσκονται σύγχρονες και ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές μέθοδοι, που επιτρέπουν γρήγορη αποθεραπεία, αποκατάσταση και επιστροφή στην καθημερινότητα για τον ασθενή.
Η έγκαιρη διάγνωση, που επιτυγχάνεται με την κλινική εξέταση, είναι πολύ σημαντική, γιατί, αν ο πάσχων αναζητήσει με την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων την ιατρική συμβουλή, μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη της παραμόρφωσης και να μην χρειαστεί να καταφύγει σε χειρουργικά μέσα.