ΟΣΤΕΟΠOΡΩΣΗ
Η οστεοπόρωση είναι μια από τις συχνότερες παθήσεις των οστών. Εκδηλώνεται ως απώλεια της οστικής μάζας με συνέπεια τη φθορά και τον περιορισμό της ανθεκτικότητας των οστών, που καθίστανται ευάλωτα σε κατάγματα. Χαρακτηρίζεται ως γυναικεία πάθηση, αν και εμφανίζεται και στον ανδρικό πληθυσμό. Ηλικιακά αφορά άτομα άνω των 50 ετών, με συχνότερη εκδήλωση στις ηλικίες άνω των 60 ετών.
Η οστεοπόρωση είναι δύο τύπων, πρωτοπαθής και δευτεροπαθής. Στον πρώτο τύπο ανήκουν η μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση, που αφορά γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και συνδέεται με τη μειωμένη παραγωγή των οιστρογόνων, αλλά και η γεροντική, που εμφανίζεται σε άτομα άνω των 70 ετών. Ο δεύτερος τύπος αφορά ασθενείς με άλλα υποκείμενα νοσήματα, όπως είναι για παράδειγμα η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπερθυρεοειδισμός και ο υπογοναδισμός, αλλά και άτομα που ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή με κορτιζόνη και θυρεοειδική ορμόνη.
Οστεοπόρωση και συμπτώματα
Τα βασικά συμπτώματα της οστεοπόρωσης είναι η απώλεια ύψους, η κύφωση και τα κατάγματα, που συνήθως εντοπίζονται στον καρπό, τη σπονδυλική στήλη και τα ισχία. Μάλιστα, από τη στιγμή που συμβεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα, οι πιθανότητες να συμβεί και νέο είναι πολύ μεγάλες.
Προτού όμως εμφανιστούν τα συμπτώματα αυτά η οστεοπόρωση μπορεί να είναι ασυμπτωματική για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οστική μάζα χάνεται σταδιακά, χωρίς ο ασθενής να το γνωρίζει, μέχρις ότου συμβεί το πρώτο κάταγμα, το οποίο μάλιστα είναι συνέπεια κάποιου σχετικά ελαφρού τραυματισμού. Ο ασυμπτωματικός χαρακτήρας της νόσου καθιστά επιτακτική την ανάγκη των προληπτικών εξετάσεων.
Παράγοντες κινδύνου
Μέχρι τα 25 του χρόνια το άτομο πετυχαίνει τη λεγόμενη κορυφαία οστική μάζα, για τα επόμενα 20 χρόνια υπάρχει μια σταθεροποίηση και μετά τα 45 ξεκινούν οι φυσικές απώλειες. Αν μέχρι τα 25 δεν επιτευχθεί η κορυφαία οστική μάζα ή αν μετά την ηλικία των 45 η απώλεια οστικής μάζας είναι μεγαλύτερη από το σύνηθες, τότε η οστεοπόρωση βρίσκεται προ των πυλών. Γενικά πάντως ως παράγοντες κινδύνου για την οστεοπόρωση ορίζονται το φύλο, η ηλικία, η κληρονομικότητα, παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, οι καρδιοπάθειες και οι ενδοκρινολογικές ασθένειες, αλλά και η συστηματική λήψη φαρμάκων όπως η κορτιζόνη και η θυροξίνη. Επιβαρυντικά μπορεί να λειτουργήσουν επίσης παράγοντες όπως η διατροφή, το κάπνισμα και το αλκοόλ, αλλά και η χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D και ασβεστίου.
Διάγνωση και αντιμετώπιση
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται με κλινική εξέταση και μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Δεν χρειάζεται όμως να συμβεί το πρώτο κάταγμα για να επισκεφθεί ο ασθενής τον γιατρό. Οι προληπτικές εξετάσεις για την οστική μάζα είναι σημαντικές, αφού εντοπίζουν εγκαίρως το πρόβλημα και πρέπει να γίνονται στα άτομα που πληρούν τους παράγοντες κινδύνου, όπως είναι για παράδειγμα γυναίκες μεγαλύτερες ηλικίας.
Αν και όσο ταχύτερα εντοπιστεί η οστεοπόρωση τόσο αποτελεσματικότερη είναι η θεραπευτική προσέγγιση, πρέπει να σημειωθεί πως οι οστικές απώλειες δεν αποκαθίστανται. Αυτό που μπορεί να πετύχει η θεραπεία που θα επιλεγεί –συνήθως φαρμακευτική σε συνδυασμό με ασκήσεις για τη βελτίωση της σωματικής δύναμης και της ισορροπίας- είναι να λειτουργήσει ανασχετικά για την οστική απορρόφηση ή αυξητικά για την οστική παραγωγή. Πέραν των φαρμάκων, ιδιαίτερα σημαντικό θεωρείται και ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα ασκήσεων, ώστε το άτομο να αποφεύγει τους συχνούς τραυματισμούς.